- ἄκτιτος
- ἄκτῐτος, ον, poet. for ἄκτιστος,A untilled, h.Ven.123.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άκτιτος — ἄκτιτος, ον (Α) (για τη γή) ακαλλιέργητος (στα Μυκηναϊκά α ki ti to). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τύπος τής λέξης ἄκτιστος*] … Dictionary of Greek
ἄκτιτον — ἄκτιτος untilled masc/fem acc sg ἄκτιτος untilled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτίτου — ἄκτιτος untilled masc/fem/neut gen sg ἀκτί̱του , ἀκτίτης dwelleroncoast masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)